Είναι η θάλασσα ανάμεσα στην Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα. Χωρίζεται στο Βόρειο και στο Νότιο Ευβοϊκό. Και οι δύο επιμέρους κόλποι καταλήγουν στο Στενό του Ευρίπου, όπου και ενώνουν τα νερά τους.
Κύρια χαρακτηριστικά του Ευβοϊκού κόλπου είναι τα ήρεμα, ζεστά νερά και το απαράμιλλο φυσικό κάλλος. Τα χρώματα του νερού ποικίλλουν από το ανοιχτό γαλαζόπρασινο ως το βαθύ μπλε. Ο βυθός του είναι μια διαρκής ανακάλυψη. Αμμουδερά κομμάτια διαδέχονται πετρώδεις περιοχές. Αβαθή νερά με μικρές σπηλιές δίνουν σκυτάλη σε μεγάλα βάθη με ανεξερεύνητους βυθούς και ναυάγια.
Αντίστοιχα, διαφέρουν και οι ακτές κατά μήκος του κόλπου. Άλλοτε έχουν πλούσια βλάστηση, με δέντρα να ρίχνουν τη σκιά τους στο νερό, και άλλοτε γίνονται «κυκλαδίτικες» με απέραντη ηλιοφάνεια, ρείκια και απότομους βράχους.
Σε αυτό το ποικιλόμορφο φυσικό περιβάλλον, δεν είναι τυχαίο ότι έχει αναπτυχθεί ένα πλούσιο οικοσύστημα. Δελφίνια διασχίζουν συνέχεια τα νερά του και δεκάδες είδη πτηνών βρίσκονται στις ακτές του όλες τις εποχές του χρόνου.
Εκατοντάδες είδη από ψάρια και μαλάκια ζουν και αναπαράγονται στον Ευβοϊκό, με πολλά εξ’ αυτών να συναντώνται μόνο εκεί, απ’ όλες τις θάλασσες της Ελλάδος και της Μεσογείου. Τα θερμά νερά και η ποικιλία τροφών έχουν κάνει τα θαλασσινά του να θεωρούνται, δικαίως, από τα νοστιμότερα στην Μεσογειακή λεκάνη, γι’ αυτό και τον προτιμούν ψαράδες από όλη τη χώρα.
Επιπλέον, ο Ευβοϊκός έχει πολλά μικρά νησάκια στο εσωτερικό του, που ολοκληρώνουν την ομορφιά του τοπίου και αποτελούν ακόμα ένα λόγο για εκδρομές. Γνωστότερα τα Λιχαδονήσια στα βόρεια, το Εγγλεζονήσι ή Κτυπονήσι στο κέντρο και οι Πεταλιοί στα νότια.